Προδημοσίευση:
"Το τραγούδι που δεν άκουσες"
από την ανέκδοτη συλλογή "10 μουσικές"
Νταούλια βαρούσανε στο κεφάλι μου. Νταούλια. Είχα πιει τον άμπακα. Νυχτοκάματο κι άγιος. Ο ήλιος μου ξυράφιαζε τα μάτια. Στρώθηκα σε ένα καφενείο ότι νάναι ίσα για την σκιά του. Σου έπεσε το κομπολόι. Δεν γουστάρω τις γυναίκες με κομπολόι. Μ’ ευχαρίστησες που το έπιασα και σηκώνοντας το κεφάλι μούγκρισα από τον πόνο στο σβέρκο. Δεν σε είδα. Είδα μόνο το χέρι σου. Βαμμένο νύχι κόκκινο. Και των ποδιών. Στήθηκα να κοιτάω απέναντι και να περιμένω να περάσει ο ηλεκτρικός λες και θα τον έπαιρνα. Ξαναφέρνω στο νου μου το κομπολόι. Γιούσουρι. Από τα καλά. Με μια γκριζίλα επάνω. Ακανόνιστη πέτρα που κάνει ένα πολύ μουντό θόρυβο. Διακριτικό. Γυρίζω και σε ρωτάω. Γιούσουρι; και μου περνάει ο πονοκέφαλος από το χαμόγελο. Να το μυρίσω, σου ζητάω, μυρίζει θάλασσα; Μου το πέρασες χωρίς να απαντήσεις και με παρατηρούσες μισοχαμογελώντας. Μπροστά σου είχες ένα τσίπουρο χωρίς τίποτε. Ετριψα το εργαλείο στα χέρια μου και μύριζε θάλασσα και μια γυναικεία μυρωδιά που μάντεψα ότι ήταν η δική σου. Μου άρεσε. Το ακούμπησα δίπλα στο τσίπουρο. Ναι! σου είπα και χαμογέλασα για πρώτη φορά εδώ και μια βδομάδα.
Αφραγκία και ζόρια από παντού. Απλήρωτος ένα μήνα από το ρεμπετάδικο Ανθρωπος δεν πατούσε εξόν Σάββατα. Κάναμε 2 μεροκάματα τη βδομάδα. Δουλειά αλλού τίποτε. Το μόνο καλό ότι μελετούσα. Δρόμους. Είχα κολλήσει και με ένα σκοπιανό εκείνες τις μέρες που μου έδειχνε τα δικά τους. Χάλκινα. Να σε κεράσω σκέφτηκα κι άρχισα να μετράω νοερά τα λεφτά στην τσέπη μου. Με πρόλαβες. Σας καλημερίζω είπες πρέπει να φύγω. Με το τσίπουρο στη μέση; αποτόλμησα. Είναι το δεύτερο μου λες. Πίνεις μισοκαθισμένη την τελευταία γουλιά και φεύγεις χωρίς να ξαναχαιρετίσεις.
Εσκασα ο μαλάκας. Και ξαφνικά, αλλάχ ακμπάρ, βλέπω το κομπολόϊ. Βγάζω γρήγορα ένα δίευρο από την τσέπη, το παρατάω στο τραπέζι, τσεπώνω το κομπολόι και αφήνω να περάσει μισό λεπτό. Ανοίγω βήμα και σε φτάνω. Το ξεχάσατε, σου ξεφουρνίζω λες και ήταν απόφθεγμα. Ξανά το χαμόγελο. Χίλια ευχαριστώ. Και πάνω στο χιλιοστό ευχαριστώ ανοίγω ξανά το στόμα μου σαν αυτόματο και λέω : Θέλω να σε ξαναδώ. Ενικό κατευθείαν. Με σκανάρεις με τα μάτια χωρίς να γελάς και μου λες. Το βράδυ, στο Σύνταγμα. Τι στο Σύνταγμα σου λέω, εκεί γίνεται κόλαση. Στην κόλαση! μου απαντάς με ένα χαχανητό που φώτισε η πλάση. Στην κόλαση, στα σκαλάκια της Οθωνος στις οχτώμιση. Και μου γυρίζεις την πλάτη.
Ντύνομαι το βράδυ γαμπρός. Πενιά δεν έριξα την υπόλοιπη μέρα. Τριγύριζα από δω κι από κει μέσα κι έξω απ’ το σπίτι. Οκτώ και εικοσιπέντε έβγαινα από το μετρό. Οχτώμιση νταν απίκο σκαλάκια σαν αρραβωνιαστικός. Γύρω πλήθη. Δεν είχα ξανακατέβει. Μου το λέγανε κι όλο έλεγα θα αλλά το σκεφτόμουνα. Δεν είχα μπλέξει και ποτέ σοβαρά. Αλλά εδώ το πράμα μύριζε φάση. Και φάση καλή. Χρόνια είχα να αισθανθώ έτσι. Μ’ ακουμπάς από πίσω στον ώμο. Πρώτη φορά; Ναι σου λέω και σου δίνω ο μαλάκας το χέρι για να σου πω το όνομά μου. Μου λες το δικό σου και το γράφω στους τοίχους με κόκκινη μπογιά από τότε. Οσα κι αν περάσαμε. Με κόκκινη μπογιά.
Αϊντε ξενάγησέ με σου λέω δεν έχω ξανάρθει. Με πήρες, εδώ αυτά, εδώ έτσι και πάμε τώρα κι απάνω. Απάνω κόσμος. Αλλά άμα λέμε κόσμος, κόσμος! Βρίσκω ευκαιρία και σε πιάνω από το χέρι. Γρήγορα, λέω μέσα μου, το πας αλλά στη βράση κολλάει το σίδερο. Είναι κι η περίσταση που ευνοεί. Με έσερνες σαν το νήπιο. Σε μια στιγμή κολλάς σε μια παρέα και με πιάνει πανικός. Με πιάνει αμάν αμάν. Η θα με παρατούσες σύξυλο μέσα σε εκείνη τη λαοθάλασσα ή θα με έβαζες στο κόλπο. Εγινε το χειρότερο. Αρχισες να με συστήνεις μες την καλή χαρά λες και με ήξερες χρόνια. Δεν άκουσα κανένα όνομα μόνο το κεφάλι κουνούσα και χαιρετούσα με το χέρι. Φεύγουμε εμείς τώρα, λες ξαφνικά, έχουμε δουλειά. Με σέρνεις προς την Οθωνος που αραίωνε κάπως το πράμα χωρίς να μου αφήσεις το χέρι. Σε σταματάω. Αν δεν είμαι αδιάκριτος που πάμε; Πάμε κάπου να κάτσουμε να μιλήσουμε. Το σχέδιο το έχεις πενταετές και δεν ρωτάς κανέναν; σου πετάω όχι από τσαντήλα αλλά μου είχε κάνει εντύπωση. Ξεσπάς στα γέλια. Εχεις δίκιο! Που θες να πάμε; Πάμε, σου λέω, εκτός. Μα ήθελα να πάω στη συνέλευση. Πάμε τώρα να κάτσουμε κάπου και συνέλευση αύριο. Περίμενα μπουρίνι αλλά ήρθε χαμόγελο! το γνωστό!
Είχα σκεφτεί ένα καφενείο που παίζαμε καμιά φορά στην αρχή για πλάκα και μετά για το μεροκάματο κοντά στην Καπνικαρέα. Αλλά σκέφτηκα όχι. Θα είναι γνωστοί θα μπλέξουμε. Και σε πήγα στη Ρόμβης. Στο τσιπουράδικο. Αφού είσαι τσιπουρού! Και πάλι γέλασες.
Εκεί χαιρέτισες δυο παρέες αλλά έβλεπα αλλού. Προσευχόμουνα να μην πεις να κάτσουμε με άλλους. Επιασε η προσευχή.
Αρχισες κι έλεγες. Έλεγες, έλεγες και σ’ άκουγα μαγεμένος. Ξαφνικά χωρίς να με ρωτήσεις πήρα μικρόφωνο εγώ. Μόλις άκουσες μουσικός σηκώθηκες όρθια. Κάτσε κάτω μωρή! Κι ήταν η πρώτη οικειότητα. Δεν ήταν δοκιμαστικό. Εβγαινε από μέσα μου. Σε είχα! Απέναντί σου έχεις την πιο φάλτσα γυναίκα του πλανήτη, ωραίο ζευγάρι! ξεστόμισες. Εμεινα παγωτό να σε κοιτάω τι ώρα θα το πάρεις πίσω αλλά εσύ βούβα. Το είπες σαν να το υπέγραψες.
Σου αρπάω το χέρι σαν ευκαιρία και το ακουμπάω στο μάγουλό μου. Σηκώνεις το άλλο και μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Αγγελέ μου!
Εδώ εδώ και κάθε μέρα εδώ άκουγα το σύνθημα και εννοούσα εσένα. Εδώ, έλεγα, εδώ.
Ηρθα για σένα κι έμπλεξα! σου είπα μια μέρα. Δεν κακοπερνάς, απάντησες γιατί όλο το απόγευμα με είχες ξεζουμίσει. Σηκωνόμουνα το πρωϊ κι έβλεπα τον ουρανό και νόμιζα ότι είχε φρεσκοπλυθεί. Κι εκείνες τις μέρες έβρεχε πολλές φορές κι έλεγα καλύτερα! θα πλυθεί καλύτερα! Περπατούσα μες τη βροχή μέχρι να έρθει η ώρα να σχολάσεις κι έλεγα είναι δική μου. Θα έρθει. Θα πάμε μαζί.
Δακρυγόνο δεν είχα μυρίσει στη ζωή μου. Σε πορείες είχα πάει παλιά αλλά δακρυγόνο ποτέ. Όταν ήρθες μια μέρα με κάτι φακελάκια και μου λες βάλτα στην τσέπη νόμιζα ότι ήταν προφυλακτικά καινούργια μάρκα. Μπράβο λέω. Απ του ντειτ. Θα το σκίσεις μου λες και το μισό θα πασαλειφτείς στη μούρη και το μισό θα το πιεις. Και τότε κατάλαβα ότι είχα μπει σε ένα δρόμο χωρίς γυρισμό.
15 Ιούνη, το θυμάμαι καλά, βρέθηκα στρωμένος με κάτι άλλους που δεν τους ήξερα να παίζω ένα μπουζούκι δανικό που βρέθηκε, με τη μια χορδή ξεκούρδιστη, που να κουρδίσεις σε κείνο τον πανικό, μπροστά σε μια μικροφωνική πανηγυριού και γύρω να γίνεται Ιράκ. Επαιζα, παίζαμε δηλαδή γιατί κι ο άλλος έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε κι ο άλλος κάτι κρουστά. Κάνω το χέρι μου έτσι στον κιθαρίστα και καταλαβαίνει. Νόμιζα ότι η φωνή μου δεν θα έβγαινε. Χημεία σκέτη η ατμόσφαιρα. Πιάνω το μικρόφωνο με το χέρι και λέω. Παραγγελιά! Αυτή τη λέξη δεν τη λέω στο πάλκο ποτέ! Καμία φορά λέω Επιθυμία. Αλλά παραγγελιά ποτέ! Είχα σκεφτεί να παίξω την Ευδοκία που δεν θέλει φωνή αλλά μου ήρθε φλασιά ένα που εγώ έλεγα ότι ήταν του Χατζηχρήστου κι όλοι οι άλλοι ότι ήταν του Τσιτσάνη. Η Μαρίτσα στο χαρέμι. Πάρε βόλτα κι έλα απόψε στις οχτώμιση μ’ εννιά/ στου Συντάγματος θα μ’ εύρεις καθισμένο στα σκαλιά / ωχ κοπελίτσα μου καλέ Μαρίτσα μου/ θα σε κάνω πριγκηπέσα στο δικό μου τον οντά – το άλλαξα λίγο όπως και μετά: Θα ’σαι πρώτη στο χαρέμι μέσα στις χανούμισσες/ ωχ κοπελίτσα μου καλέ Μαρίτσα μου/ σκλάβες θα σε προσκυνάνε από κάθε μια φυλή / και ματάδες θα ‘χεις χίλιους για σωματοφυλακή. Κάτι κουλτουριαραίοι τους είδα στραβώσανε τα μούτρα τους, κιτσάτο το παληκάρι, θα ‘πανε αλλά κάτι πιτσιρικάδες που ρίχνανε νερό σταματήσανε και μου ρίχνανε παλαμάκια.
Δεν ήρθες! Δεν μ’ άκουσες μου είπες μετά. Που να μ’ ακούσεις… Δεν μπορούσες!
Δεν μπορέσαμε πολλά μετά. Πολλά δεν μπορέσαμε, Πέρναγαν από πάνω μας οι μέρες σαν χιόνια. Η μια μαλακία πίσω από την άλλη με έβρισκε. Μας έβρισκε. Πήρανε το σπίτι της μάνας μου και δεν μπόρεσα να τη βοηθήσω σε τίποτε. Πήγες να μείνεις στην αδελφή σου γιατί δεν έβγαινες. Κάθε μέρα και πιο σκατά. Θα παίξεις στο Σύνταγμα ξανά μου έλεγες κάθε μέρα. Θα παίξεις για τη Νίκη. Βολτάραμε στους δρόμους σαν 16ρικα γιατί δεν υπήρχε ούτε μαντήλι να κλάψουμε.
Εκλαιγες πολλές φορές κρυφά κι ήξερα ότι δεν ήταν από απελπισία αλλά από λύσσα. Την ήξερα τη λύσσα σου. Την ένιωθα απάνω μου όταν παιρνόμασταν. Την έβλεπα στις διαδηλώσεις ΄που σε ακολουθούσα χωρίς κουβέντα. Την έβλεπα στο τσίπουρο που έπινες. Σ’ άφηνα να κλαις. Δεν σε πλησίαζα εκείνες τις ώρες. Ηταν δικές σου. Δεν μπορούσε να σου κάνει κανείς τίποτε. Σηκωνόσουνα μετά και ο ανεμοστρόβιλος καθάριζε τα πάντα. Πιάτα στο νεροχύτη, τηλέφωνα που έπρεπε να γίνουν, εμένα στο κρεβάτι. Όλα στη σειρά. Και μετά στρωνόσουνα και στο λάπτοπ. Οποτε είχες σύνδεση. Σύνδεση με το υπερπέραν την έλεγα. Βλακούλα μου. Οποτε είχε σύνδεση, με το ζόρι σε σήκωνα να κατουρήσεις κι όποτε δεν είχε ποιος είδε το θεό.
Αρχίσαν τα χειρότερα. Θα φύγω σου λέω. Θα πάω έξω! έλα να φύγουμε μαζί. Δεν φεύγω αντιγύριζες. Μια φορά έφυγα και ξαναγύρισα. Τους ξέρω τους αποχωρισμούς δεν φεύγω. Εδώ μαζί με όλους. Θα σπαράξω που θα σ’ αποχωριστώ αλλά δεν φεύγω.
Μη φύγεις μου είπες μια φορά. Μία μόνο. Εδώ είναι ο δρόμος με όλους. Οπου κι αν πας δεν θα λυτρωθείς. Οσα και να βγάλεις. Εφυγα ο μαλάκας. Δεν άντεχα άλλο την ντροπή της άδειας μου της τσέπης. Δεν άντεχα να μην έχεις δεύτερη μπλούζα και να με χαρτζηλικώνεις. Ελιωνα κάθε μέρα σαν το κερί. Νευρίαζα. Τσακωνόμαστε. Μιζέρια.
Δούλεψα. Αλλες φορές καλά άλλες έτσι κι έτσι. Δεν λυτρώθηκα. Δεν μιλούσαμε. Δεν επικοινωνούσαμε. Καμιά φορά διάβαζα κανένα άρθρο σου στο ιντερνετ αλλά κι αυτό το απεύφευγα. Σε καμάρωνα από μακριά! Λιονταρίνα!
Γύρισα με τη νίκη.
Τρεις μέρες μετά αφού η τρίτη στη σειρά κυβέρνηση καθαρμάτων είχε ξεκουμπιστεί κι αυτή με τα ελικόπτερα δεν άντεξα. Δεν άντεξα το χαμόγελό σου να πανηγυρίζει χωρίς εμένα στους δρόμους, τα μάτια σου να με ψάχνουν και να μην με βρίσκουν.
Αρχισε το μεγάλο πανηγύρι του τι θα γίνει. Ανοιγε πια ο δρόμος! Ανοιγε γ' αυτά που ζούσε η ψυχή σου, που μου τάλεγες σαν να τα βλέπεις βίντεο.
Εκεί να δεις κομμένα φώτα και νερό όποτε. Καλά για τηλέφωνα δεν συζητάμε.
Πήγα πρώτα από την αδελφή σου. Εχει φύγει, μου λέει, μένει με την κολλητή της. Πάρε τη διεύθυνση και τα τηλέφωνα και να ξέρεις δουλεύει βράδυ. Βράδυ; Παραξενεύτηκα. Δουλεύει αποκλειστική. Γέλασα, γέλασα τόσο πολύ! Την καλύτερη αναλύτρια συστημάτων της Αθήνας! αυτήν πηδάς μάτια μου έλεγες. Και διάβασμα!! Διάβασμα. Τέσσερις με έξη σηκωνόσουνα και διάβαζες. Σηκωνόμουνα και σου ‘φερνα νερό. Σου ‘φερα νερό, έλεγα, μην κάνεις ότι δεν το βλέπεις. Και ξανάπεφτα. Σε είχα λίγο ακόμη κοντά μου.
Σε είδα. Τα μάτια σου μαύροι κύκλοι και στη μέση ένα γέλιο. Το χαμόγελο. Εκλαψα. Δεν αντέχω άλλο, είπα, μόνο στον κόσμο σου έχω θέση. Κι εγώ στο χρώμα σου, απάντησες. Μόνο στα χρώματά σου ζω. Δεν κατάλαβα τι ήθελες να πεις. Το ένιωσα όμως.
Ξαναρχίσαμε από την αρχή. Μέρα τη μέρα η ζωή γινόταν καλύτερη. Με αργά βήματα αλλά υπήρχε φως στην άκρη. Προς τα κει περπατάγαμε.
Δεν θέλω παιδιά μου είπες μια μέρα, Δεν με νοιάζει σου λέω. Δεν αντέχω, στέρεψα. Θέλω μόνο να πάρω τώρα. Εγώ είμαι εδώ σου είπα.
Ξαναγύρισες στη δουλειά σου. Την πρώτη μέρα σε ετοίμασα σαν πρώτη δημοτικού. Μέχρι κολατσό. Πετούσες. Και δώστου τρεξίματα. Κι εγώ από πίσω σου. Υπασπιστής. Τώρα είναι η ώρα έλεγες. Τώρα!
Θα φύγουμε μαζί αυτή τη φορά! Για ένα μήνα. Μόνο για ένα μήνα. Πάρε άδεια. Γέλασες και είπες. Θα ζητήσω κι αν μου πούνε όχι θα παραιτηθώ. Και θα με ζεις εσύ. Μάζευα απ’ όταν ήμουνα έξω. Λίγο, πολύ. Αυτό το ταξίδι ονειρευόμουνα. Αυτό το ταξίδι. Αυτό που σου είχα τάξει μ’ ένα τραγούδι που δεν άκουσες.
Μετά περισσεύανε. Όταν άρχισα να δουλεύω κανονικά ήταν καλά. Εκανα και μαθήματα. Ξανάρχισα να γράφω μουσική. Εκανα ένα cd και πήγε καλά. Καλλιτεχνική επιτυχία. Μέχρι που το αποφάσισα ή τώρα ή ποτέ!
Ηρθα με τα εισιτήρια και όλο το ταξίδι στην τσέπη οργανωμένο μέχρι κεραίας. Πρώτη φορά οργάνωσα κάτι στη ζωή μου. Τσαπατσούλη μ΄ ανέβαζες τσαπατσούλη με κατέβαζες.
Ανατολία. Δεν έχω πάρει μαζί μου κανένα όργανο. Θα ακούω εσένα και τους ήχους σου, είπα, θα σε μελετήσω με ηρεμία για πρώτη φορά όπως θα μελετήσω και τα ακούσματα εκεί.
Ανατολία. Το δωμάτιο με χαμηλούς οντάδες σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος πριν από 100 χρόνια. Πλουμιστά σκεπάσματα και στενά παράθυρα. Η ζέστη με την πρωϊνή δροσιά μάχονται. Πρώτα από τη μυρωδιά του ξημερώματος και μετά από τα χρώματα που αλλάζουν καταλαβαίνω ότι ο ήλιος σιγά σιγά ψάχνει να βρει το δρόμο του. Κάθομαι απέναντι και κάνω ένα τσιγάρο, Σε παρατηρώ πως κοιμάσαι. Σιωπή. Ούτε πουλιά! Και ξαφνικά ο μουεζίνης με χτυπάει στην καρδιά. Κάλεσμα για πρωινή προσευχή και κάλεσμα στο γιασεμί ν’ αρχίζει να πλημμυρίζει την πλάση. Ηχοι ανατολής, μυρωδιά γιασεμιού. Ξυπνάς. Ανοίγεις τα μάτια σου κι η πρώτη σου δουλειά να με ψάξεις. Δίπλα σου. Στο χώρο. Το μάτι σου τρομαγμένο γίνεται σπίρτο μόλις ακουμπάει απάνω μου. Καθισμένος σου χαμογελάω, Τεντώνεσαι. Ξεκινάει η μέρα με τη ζωή να μου χαμογελάει γενναιόδωρα έχοντας αφήσει εσένα να είσαι δίπλα μου. Είναι όμορφα να ξεκινάει έτσι ο θεός τη μέρα. Αυτό λέει ο μουεζίνης. Καλημέρα άγγελέ μου. Καλώς ήρθες στη ζωή μου για άλλη μια μέρα.
Αίθρα Φλώρου Αύγουστος 2011
Νταούλια βαρούσανε στο κεφάλι μου. Νταούλια. Είχα πιει τον άμπακα. Νυχτοκάματο κι άγιος. Ο ήλιος μου ξυράφιαζε τα μάτια. Στρώθηκα σε ένα καφενείο ότι νάναι ίσα για την σκιά του. Σου έπεσε το κομπολόι. Δεν γουστάρω τις γυναίκες με κομπολόι. Μ’ ευχαρίστησες που το έπιασα και σηκώνοντας το κεφάλι μούγκρισα από τον πόνο στο σβέρκο. Δεν σε είδα. Είδα μόνο το χέρι σου. Βαμμένο νύχι κόκκινο. Και των ποδιών. Στήθηκα να κοιτάω απέναντι και να περιμένω να περάσει ο ηλεκτρικός λες και θα τον έπαιρνα. Ξαναφέρνω στο νου μου το κομπολόι. Γιούσουρι. Από τα καλά. Με μια γκριζίλα επάνω. Ακανόνιστη πέτρα που κάνει ένα πολύ μουντό θόρυβο. Διακριτικό. Γυρίζω και σε ρωτάω. Γιούσουρι; και μου περνάει ο πονοκέφαλος από το χαμόγελο. Να το μυρίσω, σου ζητάω, μυρίζει θάλασσα; Μου το πέρασες χωρίς να απαντήσεις και με παρατηρούσες μισοχαμογελώντας. Μπροστά σου είχες ένα τσίπουρο χωρίς τίποτε. Ετριψα το εργαλείο στα χέρια μου και μύριζε θάλασσα και μια γυναικεία μυρωδιά που μάντεψα ότι ήταν η δική σου. Μου άρεσε. Το ακούμπησα δίπλα στο τσίπουρο. Ναι! σου είπα και χαμογέλασα για πρώτη φορά εδώ και μια βδομάδα.
Αφραγκία και ζόρια από παντού. Απλήρωτος ένα μήνα από το ρεμπετάδικο Ανθρωπος δεν πατούσε εξόν Σάββατα. Κάναμε 2 μεροκάματα τη βδομάδα. Δουλειά αλλού τίποτε. Το μόνο καλό ότι μελετούσα. Δρόμους. Είχα κολλήσει και με ένα σκοπιανό εκείνες τις μέρες που μου έδειχνε τα δικά τους. Χάλκινα. Να σε κεράσω σκέφτηκα κι άρχισα να μετράω νοερά τα λεφτά στην τσέπη μου. Με πρόλαβες. Σας καλημερίζω είπες πρέπει να φύγω. Με το τσίπουρο στη μέση; αποτόλμησα. Είναι το δεύτερο μου λες. Πίνεις μισοκαθισμένη την τελευταία γουλιά και φεύγεις χωρίς να ξαναχαιρετίσεις.
Εσκασα ο μαλάκας. Και ξαφνικά, αλλάχ ακμπάρ, βλέπω το κομπολόϊ. Βγάζω γρήγορα ένα δίευρο από την τσέπη, το παρατάω στο τραπέζι, τσεπώνω το κομπολόι και αφήνω να περάσει μισό λεπτό. Ανοίγω βήμα και σε φτάνω. Το ξεχάσατε, σου ξεφουρνίζω λες και ήταν απόφθεγμα. Ξανά το χαμόγελο. Χίλια ευχαριστώ. Και πάνω στο χιλιοστό ευχαριστώ ανοίγω ξανά το στόμα μου σαν αυτόματο και λέω : Θέλω να σε ξαναδώ. Ενικό κατευθείαν. Με σκανάρεις με τα μάτια χωρίς να γελάς και μου λες. Το βράδυ, στο Σύνταγμα. Τι στο Σύνταγμα σου λέω, εκεί γίνεται κόλαση. Στην κόλαση! μου απαντάς με ένα χαχανητό που φώτισε η πλάση. Στην κόλαση, στα σκαλάκια της Οθωνος στις οχτώμιση. Και μου γυρίζεις την πλάτη.
Ντύνομαι το βράδυ γαμπρός. Πενιά δεν έριξα την υπόλοιπη μέρα. Τριγύριζα από δω κι από κει μέσα κι έξω απ’ το σπίτι. Οκτώ και εικοσιπέντε έβγαινα από το μετρό. Οχτώμιση νταν απίκο σκαλάκια σαν αρραβωνιαστικός. Γύρω πλήθη. Δεν είχα ξανακατέβει. Μου το λέγανε κι όλο έλεγα θα αλλά το σκεφτόμουνα. Δεν είχα μπλέξει και ποτέ σοβαρά. Αλλά εδώ το πράμα μύριζε φάση. Και φάση καλή. Χρόνια είχα να αισθανθώ έτσι. Μ’ ακουμπάς από πίσω στον ώμο. Πρώτη φορά; Ναι σου λέω και σου δίνω ο μαλάκας το χέρι για να σου πω το όνομά μου. Μου λες το δικό σου και το γράφω στους τοίχους με κόκκινη μπογιά από τότε. Οσα κι αν περάσαμε. Με κόκκινη μπογιά.
Αϊντε ξενάγησέ με σου λέω δεν έχω ξανάρθει. Με πήρες, εδώ αυτά, εδώ έτσι και πάμε τώρα κι απάνω. Απάνω κόσμος. Αλλά άμα λέμε κόσμος, κόσμος! Βρίσκω ευκαιρία και σε πιάνω από το χέρι. Γρήγορα, λέω μέσα μου, το πας αλλά στη βράση κολλάει το σίδερο. Είναι κι η περίσταση που ευνοεί. Με έσερνες σαν το νήπιο. Σε μια στιγμή κολλάς σε μια παρέα και με πιάνει πανικός. Με πιάνει αμάν αμάν. Η θα με παρατούσες σύξυλο μέσα σε εκείνη τη λαοθάλασσα ή θα με έβαζες στο κόλπο. Εγινε το χειρότερο. Αρχισες να με συστήνεις μες την καλή χαρά λες και με ήξερες χρόνια. Δεν άκουσα κανένα όνομα μόνο το κεφάλι κουνούσα και χαιρετούσα με το χέρι. Φεύγουμε εμείς τώρα, λες ξαφνικά, έχουμε δουλειά. Με σέρνεις προς την Οθωνος που αραίωνε κάπως το πράμα χωρίς να μου αφήσεις το χέρι. Σε σταματάω. Αν δεν είμαι αδιάκριτος που πάμε; Πάμε κάπου να κάτσουμε να μιλήσουμε. Το σχέδιο το έχεις πενταετές και δεν ρωτάς κανέναν; σου πετάω όχι από τσαντήλα αλλά μου είχε κάνει εντύπωση. Ξεσπάς στα γέλια. Εχεις δίκιο! Που θες να πάμε; Πάμε, σου λέω, εκτός. Μα ήθελα να πάω στη συνέλευση. Πάμε τώρα να κάτσουμε κάπου και συνέλευση αύριο. Περίμενα μπουρίνι αλλά ήρθε χαμόγελο! το γνωστό!
Είχα σκεφτεί ένα καφενείο που παίζαμε καμιά φορά στην αρχή για πλάκα και μετά για το μεροκάματο κοντά στην Καπνικαρέα. Αλλά σκέφτηκα όχι. Θα είναι γνωστοί θα μπλέξουμε. Και σε πήγα στη Ρόμβης. Στο τσιπουράδικο. Αφού είσαι τσιπουρού! Και πάλι γέλασες.
Εκεί χαιρέτισες δυο παρέες αλλά έβλεπα αλλού. Προσευχόμουνα να μην πεις να κάτσουμε με άλλους. Επιασε η προσευχή.
Αρχισες κι έλεγες. Έλεγες, έλεγες και σ’ άκουγα μαγεμένος. Ξαφνικά χωρίς να με ρωτήσεις πήρα μικρόφωνο εγώ. Μόλις άκουσες μουσικός σηκώθηκες όρθια. Κάτσε κάτω μωρή! Κι ήταν η πρώτη οικειότητα. Δεν ήταν δοκιμαστικό. Εβγαινε από μέσα μου. Σε είχα! Απέναντί σου έχεις την πιο φάλτσα γυναίκα του πλανήτη, ωραίο ζευγάρι! ξεστόμισες. Εμεινα παγωτό να σε κοιτάω τι ώρα θα το πάρεις πίσω αλλά εσύ βούβα. Το είπες σαν να το υπέγραψες.
Σου αρπάω το χέρι σαν ευκαιρία και το ακουμπάω στο μάγουλό μου. Σηκώνεις το άλλο και μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Αγγελέ μου!
Εδώ εδώ και κάθε μέρα εδώ άκουγα το σύνθημα και εννοούσα εσένα. Εδώ, έλεγα, εδώ.
Ηρθα για σένα κι έμπλεξα! σου είπα μια μέρα. Δεν κακοπερνάς, απάντησες γιατί όλο το απόγευμα με είχες ξεζουμίσει. Σηκωνόμουνα το πρωϊ κι έβλεπα τον ουρανό και νόμιζα ότι είχε φρεσκοπλυθεί. Κι εκείνες τις μέρες έβρεχε πολλές φορές κι έλεγα καλύτερα! θα πλυθεί καλύτερα! Περπατούσα μες τη βροχή μέχρι να έρθει η ώρα να σχολάσεις κι έλεγα είναι δική μου. Θα έρθει. Θα πάμε μαζί.
Δακρυγόνο δεν είχα μυρίσει στη ζωή μου. Σε πορείες είχα πάει παλιά αλλά δακρυγόνο ποτέ. Όταν ήρθες μια μέρα με κάτι φακελάκια και μου λες βάλτα στην τσέπη νόμιζα ότι ήταν προφυλακτικά καινούργια μάρκα. Μπράβο λέω. Απ του ντειτ. Θα το σκίσεις μου λες και το μισό θα πασαλειφτείς στη μούρη και το μισό θα το πιεις. Και τότε κατάλαβα ότι είχα μπει σε ένα δρόμο χωρίς γυρισμό.
15 Ιούνη, το θυμάμαι καλά, βρέθηκα στρωμένος με κάτι άλλους που δεν τους ήξερα να παίζω ένα μπουζούκι δανικό που βρέθηκε, με τη μια χορδή ξεκούρδιστη, που να κουρδίσεις σε κείνο τον πανικό, μπροστά σε μια μικροφωνική πανηγυριού και γύρω να γίνεται Ιράκ. Επαιζα, παίζαμε δηλαδή γιατί κι ο άλλος έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε κι ο άλλος κάτι κρουστά. Κάνω το χέρι μου έτσι στον κιθαρίστα και καταλαβαίνει. Νόμιζα ότι η φωνή μου δεν θα έβγαινε. Χημεία σκέτη η ατμόσφαιρα. Πιάνω το μικρόφωνο με το χέρι και λέω. Παραγγελιά! Αυτή τη λέξη δεν τη λέω στο πάλκο ποτέ! Καμία φορά λέω Επιθυμία. Αλλά παραγγελιά ποτέ! Είχα σκεφτεί να παίξω την Ευδοκία που δεν θέλει φωνή αλλά μου ήρθε φλασιά ένα που εγώ έλεγα ότι ήταν του Χατζηχρήστου κι όλοι οι άλλοι ότι ήταν του Τσιτσάνη. Η Μαρίτσα στο χαρέμι. Πάρε βόλτα κι έλα απόψε στις οχτώμιση μ’ εννιά/ στου Συντάγματος θα μ’ εύρεις καθισμένο στα σκαλιά / ωχ κοπελίτσα μου καλέ Μαρίτσα μου/ θα σε κάνω πριγκηπέσα στο δικό μου τον οντά – το άλλαξα λίγο όπως και μετά: Θα ’σαι πρώτη στο χαρέμι μέσα στις χανούμισσες/ ωχ κοπελίτσα μου καλέ Μαρίτσα μου/ σκλάβες θα σε προσκυνάνε από κάθε μια φυλή / και ματάδες θα ‘χεις χίλιους για σωματοφυλακή. Κάτι κουλτουριαραίοι τους είδα στραβώσανε τα μούτρα τους, κιτσάτο το παληκάρι, θα ‘πανε αλλά κάτι πιτσιρικάδες που ρίχνανε νερό σταματήσανε και μου ρίχνανε παλαμάκια.
Δεν ήρθες! Δεν μ’ άκουσες μου είπες μετά. Που να μ’ ακούσεις… Δεν μπορούσες!
Δεν μπορέσαμε πολλά μετά. Πολλά δεν μπορέσαμε, Πέρναγαν από πάνω μας οι μέρες σαν χιόνια. Η μια μαλακία πίσω από την άλλη με έβρισκε. Μας έβρισκε. Πήρανε το σπίτι της μάνας μου και δεν μπόρεσα να τη βοηθήσω σε τίποτε. Πήγες να μείνεις στην αδελφή σου γιατί δεν έβγαινες. Κάθε μέρα και πιο σκατά. Θα παίξεις στο Σύνταγμα ξανά μου έλεγες κάθε μέρα. Θα παίξεις για τη Νίκη. Βολτάραμε στους δρόμους σαν 16ρικα γιατί δεν υπήρχε ούτε μαντήλι να κλάψουμε.
Εκλαιγες πολλές φορές κρυφά κι ήξερα ότι δεν ήταν από απελπισία αλλά από λύσσα. Την ήξερα τη λύσσα σου. Την ένιωθα απάνω μου όταν παιρνόμασταν. Την έβλεπα στις διαδηλώσεις ΄που σε ακολουθούσα χωρίς κουβέντα. Την έβλεπα στο τσίπουρο που έπινες. Σ’ άφηνα να κλαις. Δεν σε πλησίαζα εκείνες τις ώρες. Ηταν δικές σου. Δεν μπορούσε να σου κάνει κανείς τίποτε. Σηκωνόσουνα μετά και ο ανεμοστρόβιλος καθάριζε τα πάντα. Πιάτα στο νεροχύτη, τηλέφωνα που έπρεπε να γίνουν, εμένα στο κρεβάτι. Όλα στη σειρά. Και μετά στρωνόσουνα και στο λάπτοπ. Οποτε είχες σύνδεση. Σύνδεση με το υπερπέραν την έλεγα. Βλακούλα μου. Οποτε είχε σύνδεση, με το ζόρι σε σήκωνα να κατουρήσεις κι όποτε δεν είχε ποιος είδε το θεό.
Αρχίσαν τα χειρότερα. Θα φύγω σου λέω. Θα πάω έξω! έλα να φύγουμε μαζί. Δεν φεύγω αντιγύριζες. Μια φορά έφυγα και ξαναγύρισα. Τους ξέρω τους αποχωρισμούς δεν φεύγω. Εδώ μαζί με όλους. Θα σπαράξω που θα σ’ αποχωριστώ αλλά δεν φεύγω.
Μη φύγεις μου είπες μια φορά. Μία μόνο. Εδώ είναι ο δρόμος με όλους. Οπου κι αν πας δεν θα λυτρωθείς. Οσα και να βγάλεις. Εφυγα ο μαλάκας. Δεν άντεχα άλλο την ντροπή της άδειας μου της τσέπης. Δεν άντεχα να μην έχεις δεύτερη μπλούζα και να με χαρτζηλικώνεις. Ελιωνα κάθε μέρα σαν το κερί. Νευρίαζα. Τσακωνόμαστε. Μιζέρια.
Δούλεψα. Αλλες φορές καλά άλλες έτσι κι έτσι. Δεν λυτρώθηκα. Δεν μιλούσαμε. Δεν επικοινωνούσαμε. Καμιά φορά διάβαζα κανένα άρθρο σου στο ιντερνετ αλλά κι αυτό το απεύφευγα. Σε καμάρωνα από μακριά! Λιονταρίνα!
Γύρισα με τη νίκη.
Τρεις μέρες μετά αφού η τρίτη στη σειρά κυβέρνηση καθαρμάτων είχε ξεκουμπιστεί κι αυτή με τα ελικόπτερα δεν άντεξα. Δεν άντεξα το χαμόγελό σου να πανηγυρίζει χωρίς εμένα στους δρόμους, τα μάτια σου να με ψάχνουν και να μην με βρίσκουν.
Αρχισε το μεγάλο πανηγύρι του τι θα γίνει. Ανοιγε πια ο δρόμος! Ανοιγε γ' αυτά που ζούσε η ψυχή σου, που μου τάλεγες σαν να τα βλέπεις βίντεο.
Εκεί να δεις κομμένα φώτα και νερό όποτε. Καλά για τηλέφωνα δεν συζητάμε.
Πήγα πρώτα από την αδελφή σου. Εχει φύγει, μου λέει, μένει με την κολλητή της. Πάρε τη διεύθυνση και τα τηλέφωνα και να ξέρεις δουλεύει βράδυ. Βράδυ; Παραξενεύτηκα. Δουλεύει αποκλειστική. Γέλασα, γέλασα τόσο πολύ! Την καλύτερη αναλύτρια συστημάτων της Αθήνας! αυτήν πηδάς μάτια μου έλεγες. Και διάβασμα!! Διάβασμα. Τέσσερις με έξη σηκωνόσουνα και διάβαζες. Σηκωνόμουνα και σου ‘φερνα νερό. Σου ‘φερα νερό, έλεγα, μην κάνεις ότι δεν το βλέπεις. Και ξανάπεφτα. Σε είχα λίγο ακόμη κοντά μου.
Σε είδα. Τα μάτια σου μαύροι κύκλοι και στη μέση ένα γέλιο. Το χαμόγελο. Εκλαψα. Δεν αντέχω άλλο, είπα, μόνο στον κόσμο σου έχω θέση. Κι εγώ στο χρώμα σου, απάντησες. Μόνο στα χρώματά σου ζω. Δεν κατάλαβα τι ήθελες να πεις. Το ένιωσα όμως.
Ξαναρχίσαμε από την αρχή. Μέρα τη μέρα η ζωή γινόταν καλύτερη. Με αργά βήματα αλλά υπήρχε φως στην άκρη. Προς τα κει περπατάγαμε.
Δεν θέλω παιδιά μου είπες μια μέρα, Δεν με νοιάζει σου λέω. Δεν αντέχω, στέρεψα. Θέλω μόνο να πάρω τώρα. Εγώ είμαι εδώ σου είπα.
Ξαναγύρισες στη δουλειά σου. Την πρώτη μέρα σε ετοίμασα σαν πρώτη δημοτικού. Μέχρι κολατσό. Πετούσες. Και δώστου τρεξίματα. Κι εγώ από πίσω σου. Υπασπιστής. Τώρα είναι η ώρα έλεγες. Τώρα!
Θα φύγουμε μαζί αυτή τη φορά! Για ένα μήνα. Μόνο για ένα μήνα. Πάρε άδεια. Γέλασες και είπες. Θα ζητήσω κι αν μου πούνε όχι θα παραιτηθώ. Και θα με ζεις εσύ. Μάζευα απ’ όταν ήμουνα έξω. Λίγο, πολύ. Αυτό το ταξίδι ονειρευόμουνα. Αυτό το ταξίδι. Αυτό που σου είχα τάξει μ’ ένα τραγούδι που δεν άκουσες.
Μετά περισσεύανε. Όταν άρχισα να δουλεύω κανονικά ήταν καλά. Εκανα και μαθήματα. Ξανάρχισα να γράφω μουσική. Εκανα ένα cd και πήγε καλά. Καλλιτεχνική επιτυχία. Μέχρι που το αποφάσισα ή τώρα ή ποτέ!
Ηρθα με τα εισιτήρια και όλο το ταξίδι στην τσέπη οργανωμένο μέχρι κεραίας. Πρώτη φορά οργάνωσα κάτι στη ζωή μου. Τσαπατσούλη μ΄ ανέβαζες τσαπατσούλη με κατέβαζες.
Ανατολία. Δεν έχω πάρει μαζί μου κανένα όργανο. Θα ακούω εσένα και τους ήχους σου, είπα, θα σε μελετήσω με ηρεμία για πρώτη φορά όπως θα μελετήσω και τα ακούσματα εκεί.
Ανατολία. Το δωμάτιο με χαμηλούς οντάδες σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος πριν από 100 χρόνια. Πλουμιστά σκεπάσματα και στενά παράθυρα. Η ζέστη με την πρωϊνή δροσιά μάχονται. Πρώτα από τη μυρωδιά του ξημερώματος και μετά από τα χρώματα που αλλάζουν καταλαβαίνω ότι ο ήλιος σιγά σιγά ψάχνει να βρει το δρόμο του. Κάθομαι απέναντι και κάνω ένα τσιγάρο, Σε παρατηρώ πως κοιμάσαι. Σιωπή. Ούτε πουλιά! Και ξαφνικά ο μουεζίνης με χτυπάει στην καρδιά. Κάλεσμα για πρωινή προσευχή και κάλεσμα στο γιασεμί ν’ αρχίζει να πλημμυρίζει την πλάση. Ηχοι ανατολής, μυρωδιά γιασεμιού. Ξυπνάς. Ανοίγεις τα μάτια σου κι η πρώτη σου δουλειά να με ψάξεις. Δίπλα σου. Στο χώρο. Το μάτι σου τρομαγμένο γίνεται σπίρτο μόλις ακουμπάει απάνω μου. Καθισμένος σου χαμογελάω, Τεντώνεσαι. Ξεκινάει η μέρα με τη ζωή να μου χαμογελάει γενναιόδωρα έχοντας αφήσει εσένα να είσαι δίπλα μου. Είναι όμορφα να ξεκινάει έτσι ο θεός τη μέρα. Αυτό λέει ο μουεζίνης. Καλημέρα άγγελέ μου. Καλώς ήρθες στη ζωή μου για άλλη μια μέρα.
Αίθρα Φλώρου Αύγουστος 2011
2.184 λέξεις, ποτάμι που καίει!
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=OZVhaeX4-jA
Έρωτας ρε, πάνω απ' όλα..
ΑπάντησηΔιαγραφή