Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

"Ακούτε: "Μωρή κοντούλα λεμονιά""

Εβλεπα, έβλεπα και με ρουφούσε το έργο. Είχα δει πολύ σινεμά. Πολύ! Αμερικάνους, ιταλούς, ρώσσους. Ολους. Ρουφηγμένη όπως ήμουνα, και κλαμένη βέβαια από μια στιγμή και μετά, σηκώνεται ένας ψηλός πλατάς, σαν τον Παπασπυρίδη, από την τρίτη σειρά δεξιά και χειροκροτάει. Και σηκώνεται όλο το σινεμά. Κι εγώ! Πονέσανε τα χέρια μου. Προς στιγμήν νόμιζα ότι οι ηθοποιοί θα κάνουν εύσχημες παύσεις όπως στο θέατρο. Εκεί όμως συνέχιζε. Και η μια σκηνή διαδεχόταν την άλλη. Όταν ο Ορέστης με τα γαλανά μάτια βγήκε με το περίστροφο και πυροβόλησε τη μάνα του πάνω στη σκηνή σηκώθηκα εγώ! Πονέσανε τα χέρια μου. Μετά ξαναέκλαψα όταν η Κοταμανίδου στους Κυνηγούς έλεγε «ένα πιάνω δύο αφήνω θα το βγάλω Κωνσταντίνο» και πάλι έκλαψα γιατί το πτώμα του αντάρτη ήταν ζεστό. Το έπιανα με τα χέρια μου. Είχε σφυγμό. Ηταν ο παλήκαρος αντάρτης που μου διηγόταν η μάνα μου στα παιδικά μου παραμύθια. Ενας από αυτούς που συνόδευσαν την κηδεία των πρώτων νεκρών των δεκεμβριανών. Τέτοιος παλήκαρος. Με τα μούσια, με τα φυσεκλίκια. Μετά δεν έκλαιγα. Ρουφούσα μόνο. Το έργο και τη μύτη μου. Σπαρταρούσε η ψυχή μου. Μαζί με τη Σταθοπούλου στο φτηνό ξενοδοχείο και μετά να την κυνηγάνε οι ερυνείες γυναίκες του περιβάλλοντος και να μην μπορεί να απενοχοποιηθεί με τίποτε από το θάνατο του Αγαμέμνονα αλλά με το μάτι γεμάτο από έρωτα. Καβάλησα το ποδήλατο στις μέρες του 36 και ήπια όλο το ρετσινόλαδο που είχε πιει ο πατέρας μου. Δεν έκλαιγα. Είχα σταματήσει να κλαίω σε όλα του τα έργα. Μέχρι που ο Τζώρτζογλου είπε : «έτσι είναι μοναχούλα». Και λίγο ακόμη άντεξα! Μέχρι που βρήκαν το άλογο πεθαμένο έξω από το καφενείο κι εκεί άρχισα να κλαίω μέχρι που τελείωσε το έργο και μέχρι που έφτασα σπίτι μου.

Σκηνές – σκηνές μου έρχονταν προχτές το βράδυ! Τα μπούτια της Χρονοπούλου, η Ρουσσέα μπροστά στις προσφυγικές στο Δουργούτι, η κραυγή μπροστά στη θάλασσα της Θεσσαλονίκης «και η αριστερά Αλέξανδρε?», το ρολόϊ που προβαλόταν στον τοίχο του τζακιού. Ο Μαστρογιάννι σε ένα καφενείο στην Εθνική συναντάει τον Πουλικάκο.

Η Ελλάδα.

Η ιστορία μου.

Η φωνή μου.

Η φωνή της Ελλάδας στον κόσμο. Η φωνή μου βραχνιασμένη από τα συνθήματα. Τα ακούσματα της Ελλάδας στον κόσμο. Ο κόσμος να τον παρακολουθεί όπως τον Βιτόριο ντε Σίκα. Η αριστερά να αποχτάει φωνή. Αυτή τη φωνή που δεν έβγαινε από τον κόμπο που είχε στο λαιμό της. Την δυνατή, την κοσμοπολίτικη, την εμπνευσμένη, την αγωνιώδη, την ερωτική. Του τη χρωστάει η αριστερά τη φωνή της. Του σκηνοθέτη της αλληγορίας που με το θάνατό του υπηρέτησε έναν σκληρό, υπερκόσμιο, πολυδιάστατο συμβολισμό. Αυτόν του ανθρώπου που πεθαίνει πάνω σ’ αυτό που αγαπάει πιο πολύ. Αυτόν του ότι ένας μπάτσος σκοτώνει έναν άνθρωπο. Αυτός του ότι τίποτε δεν γίνεται τυχαία. Αυτόν του ότι ο προικισμένος κι ο φωτισμένος ακόμη και με το θάνατό του έχει να προσφέρει. Ολες οι ανακοινώσεις των αριστερών οργανώσεων για το θάνατό του είχαν κάτι εξαιρετικό, κάτι άλλο από την καθημερινή γλώσσα που έχουν μάθει να μιλάνε. Μαρή κοντούλα λεμονιά τελείωνε η ανακοίνωση του ΝΑΡ. Μαρή κοντούλα λεμονιά Για το θάνατο του ποιητή. Του ποιητή της αριστεράς. 
"Ακούτε: "Μωρή κοντούλα λεμονιά""